-
1 двор
η αυλή, το προαύλιοгрузовой - ο σταθμός/η αποθήκη των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двор
-
2 двор
дворя1. ἡ αὐλή, τό προαύλιο[ν], ὁ περίβολος:задний \двор ἡ πίσω αὐλή, τό ὀπισθαύλιο· проходной \двор ἡ ἀνοιχτή αὐλή·2. эк. (крестьянское хозяйство) τό ἀγροτικό[ν] νοικοκυριό:деревня в сто \дворо́в χωριό μ' ἐκατό σπίτια, χωριό μ' ἐκατό νοικοκυριά·3. (царский) ἡ αὐλή· ◊ постоялый \двор уст. τό χάνι, τό πανδοχείο· монетный \двор τό νομισματοκοπείο· птичий \двор τό κοτέτσι, ὁ ὀρνιθώνας· скотный \двор а) ὁ σταΰλος, τό ἀχοῦρι, б) τό βουστάσιο (коровник)· на \дворе́ (на улице) ἔξω· весна на \дворе Εφτασε ἡ ἀνοιξη· на \дворе мороз ἔξω κάνει παγωνιά· у него́ ни кола ни\двора εἶναι ἀστεγος, δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίναν быть (прийтись) не ко \двору́ δέν ταιριάζω. -
3 двор
двор 1-а α.1. αυλή, προαύλιο•играть во -е παίζω στην αυλή•
задний двор οπισθαύλιο.
2. το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια.3. σταυλος•скотный двор κτηνοστάσιο•
птичий двор ορνιθώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι.
εκφρ.ко -у (быть, прийтись) – είμαι από τους προσκείμενους, τα ‘χω καλά•на -е – έξω (στην αυλή)•ко -ам ή по -ам – παλ. για το σπίτι (κατεύθυν-αη)•со -а – παλ. από το σπίτι•на -(пойти, сходить) – πηγαίνω στο αποχωρητήριο•весна на -е – έφτασε η Ανοιξη.двор 2-а α. Αυλή•царский двор η τσαρική Αυλή.